- αλέγω
- ἀλέγω (Α)1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται συνήθως με άρνηση. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τη λ. ἄλγος* δημιουργεί πολλά προβλήματα (βλ. ἄλγος). Κατ’ άλλους η λ. είναι σύνθετη με β΄ συνθετικό το ρήμα λέγω «απαριθμώ, διεξέρχομαι, υπολογίζω» — ά συνθ. τής λ. είναι η μηδενισμένη βαθμίδα τού προθήματος εν-, Η β΄ ερμηνεία μειονεκτεί κατά το ότι η μηδενισμένη βαθμίδα τού προθήματος εν-στην Ελληνική είναι σπάνιο φαινόμενο.ΠΑΡ. αρχ. ἀλεγίζω, ἀλεγύνω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνηλεγής, ἀπηλεγής, ἐπηλεγής, δυσηλεγής].
Dictionary of Greek. 2013.